( Στην φωτογραφία είναι το πλοίο Γλάρος που έκανε την συγκοινωνία Πειραιά-Πάτρα-Κεφαλονιά-Νυδρί-Βαθύ-Λευκάδα-Πρέβεζα-Κέρκυρα)

Η ζωή του νησιού μας είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ναυτιλία σε όλες της τις μορφές. Η επίδραση της ναυτικής δραστηριότητας των Μεγανησιωτών στην κοινωνική, οικονομική αλλά και πολιτιστική ζωή του τόπου μας ήταν, και σε μεγάλο βαθμό παραμένει ακόμη, μεγάλη. Ο Μεγανησιώτης ναυτικός δραστηριοποιήθηκε τόσο στην αλιευτική όσο και στην εμπορική, στην εγχώρια αλλά και την υπερπόντια ναυτιλία. Και διέπρεψε.

Για να καταλάβουμε όμως πώς πρέπει να αναφερθούμε στα χαρακτηριστικά του.

Πρώτο απ’όλα, η ναυτοσύνη του. Άξιος χειριστής του πανιού, τα χρόνια εκείνα. Στη Ναυτική εβδομάδα του 1957 στο αγώνισμα της ιστιοπλοϊας το 1ο κύπελλο το πήρε πλήρωμα στο οποίο συμμετείχε Μεγανησιώτης. Καλός προγνώστης του καιρού, αφού με ψαρόβαρκα 14 ποδών (περίπου 4,5 μέτρων) ψάρεψε μέχρι και στους Οθωνούς χωρίς να καταγραφεί ποτέ ατύχημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Πάνος ο Κατωπόδης ο Τζουρογιάννης. Η ναυτοσύνη έμπαινε στο αίμα της νεολαίας μας από τα μικράτα της. Τότε που δεν υπήρχαν προβλήτες ακόμη, τα καϊκια μας αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά του λιμανιού και επικοινωνούσαν με τη στεριά με καϊκόβαρκες. Οι μπόμπιρες παραφύλαγαν κι όταν έφευγαν οι καπεταναίοι έπαιρναν τις καϊκόβαρκες κι έκαναν τις βόλτες τους μέσα στο λιμάνι. Δεν είχαν άλλωστε άλλο παιχνίδι. Έτσι η νεολαία μάθαινε «εξ απαλών ονύχων» να τραβάει κουπί, να μανουβράρει τη βάρκα, εμβολιάζονταν θαλασσινοί δηλαδή. Η ναυτοσύνη λοιπόν, έμπαινε στο πετσί, στο αίμα του Μεγανησιώτη με το που  ένιωθε τον κόσμο. Μην ξεχνάμε ότι και η ίδια η επικοινωνία του Μεγανησιού με τη Λευκάδα και τον υπόλοιπο κόσμο γινόταν με μεγάλα κλειστά καϊκια, τη «συγκοινωνία» όπως τα αποκαλούσαμε: Αικατερίνη και Ειρήνη στο Βαθύ, Ευαγγελίστρια και Φιλαδέλφεια στα Σπήλια.

Ο Μεγανησιώτης ναυτικός ήταν και εφευρετικός: ήξερε να «στανιάρει» το φορτωμένο καϊκι του – που δεν είχε τρόπο να το τραβήξει στη στεριά – ταϊζοντάς το με τριμμένη γαϊδουροβουνιά. Η τριμμένη κοπριά γαϊδάρου πήγαινε στους αρμούς του ξύλου και έφραζε, ή πάντως περιόριζε, την εισρροή νερού στο καϊκι. Ήξερε επίσης να κάνει προσωρινή συντήρηση του πυθμένα του καϊκιού του καρινάροντάς το, γέρνοντάς το με τη βοήθεια των παλάγκων (δηλαδή τροχαλιών) που τα στεραίωνε στην «κόφα» των καταρτιών και σε δυνατές δέστρες κάποιας προβλήτας. Τραβώντας τα παλάγκα, το έγερνε μέχρις ότου το μέρος του πυθμένα που ήθελε να επιθεωρήσει να βγει από το νερό. Με αυτόν τον τρόπο, το «καρινάρισμα» δηλαδή, επιθεωρούσε μέχρι και την καρίνα του καϊκιού.

Ήταν και ικανότατος ψαράς. Επειδή όμως ψάρευε με μπουρλότο συχνά έβλεπες κουλοχέρηδες στο νησί. Μόνο από το Κατωμέρι ο Στάθης ο Δάγλας ο Κατσαρούπης, ο Διονύσης ο Δάγλας ο Μπιζίνης. Είχαμε και θύματα: ο Μαρίνος ο Μαρκεζίνης, ο Έκτορας ο Βουλιέρης, ο Αναστάσιος Μάντζαρης ο Πατσής, ο Παύλος ο Δάγλας ή Παυλής, ο Κωνσταντίνος Καββαδάς ο Μπακόλας. Οι μπουρλοτιέρηδες ψαράδες σημάδεψαν ακόμη και τον εορτασμό του Πάσχα καθώς συχνά την Ανάσταση και την ακολουθία της Αγάπης τις γιόρταζαν με πολλά μπουρλότα.

Στις δύσκολες στιγμές οι νησιώτες μας θαλασσινοί, ψαράδες και καϊκέρηδες, ήταν αλληλλέγγυοι. Με ευχαρίστηση βοηθούσαν να τραβήξει κάποιος τη βάρκα του στη στεριά ή να βγάλει τα νερά από το καϊκι του σε περίπτωση που για κάποιο λόγο άρχιζε να μπάζει.

Ο Μεγανησιώτης ναυτικός ήταν ο κουβαλητής του σπιτιού. Το νησί γιόρταζε την επιστροφή του καθώς δεν παρέλειπε στον γυρισμό του να φέρει ένα μπουκάλι γλυκό κρασί από τη Σάμο, λουκούμια από τη Σύρο για το σπίτι και τα παιδιά, σύκα κι ένα μαντήλι μεταξωτό από την Καλαμάτα, πατάτες από την Κέρκυρα, ακόμη και φασόλια από τη Θεσσαλονίκη. Ήταν ο νοικοκύρης, ο κουβαλητής, που νοιαζόταν για το σπίτι. Μην ξεχνάμε ότι το νησί μας εκτός από λάδι και κρασί δεν έβγαζε σχεδόν τίποτε άλλο. Τις καλές ημέρες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πάσχα, της Παναγίας, τα λιμάνια μας, Βαθύ, Σπήλια, Αθερινός, ήταν γεμάτα από καϊκια που έρχονταν για τις γιορτές. Γιορτινή γινόταν και η όψη των χωριών μας, στην κυριολεξία ζωντάνευαν.

Ήταν όμως και τολμηρός ταξιδευτής. Ο Μεγανησιώτης δεν είχε το μεγάλο πλεούμενο του Αιγαιοπελαγίτη. Παρ’όλα αυτά ο Γιάννης ο Καββαδάς, πιο γνωστός ως ο μπάρμπα – Γιάννης ο Μπουλέλης, με σκάφος ίσως και μικρότερο των 50 τόννων αδίστακτα πήγε ως τη Μάλτα όταν βρέθηκε ο δελεαστικός ναύλος. Σπάνια μάλιστα μιλούσε για κακοκαιρία. Όλο «σαν το πούπουλο ταξίδευε» όπως έλεγε «το καϊκι του πάνω στο κύμα» κι ας είχαν «θαλασσοπνιγεί»!

Όσον αφορά την εγχώρια ναυτιλία, στο Ιόνιο Πέλαγος ο Μεγανησιώτης ναυτικός ήταν από τους κύριους ταξιδευτές του. Λίγα μέρη του Ιονίου είχαν τόσα καϊκια όσα το Μεγανήσι. Ο Μεγανησιώτης ήταν από τους κύριους μεταφορείς. Συνήθη λιμάνια φόρτωσης η Κέρκυρα, η Πάτρα, η Καλαμάτα. Ο Πειραιάς δεν ήταν τόσο σύνηθες λιμάνι του αρχικά, εφόσον όμως υπήρχε αξιόλογος ναύλος δεν δίσταζε να ταξιδέψει μέχρι και στο Αιγαίο.

Όσο δε για την υπερπόντια ναυτιλία και πού δεν έφτασε. Ευρώπη, Αμερική (Μεξικό, Περού αλλά και στα βάθη του Αμαζονίου), Ασία,  Αυστραλία, Αφρική. Συνεργάστηκε με μεγάλα ναυτηλιακά γραφεία και ξεχώρισε. Ανταγωνιστής του ήταν ο εαυτός του. Πέρασε πρώτος με το φορτηγό πλοίο του ακόμη κι από μέρη που δεν είχαν περάσει άλλοι. Μεγανησιώτης καπετάνιος ήταν ένας από τους τρεις στους εκατό που εργάζονταν στα γραφεία του Λιβανού τη δεκαετία του ’60 ο οποίος έκανε την αλληλογραφία του με το γραφείο στα αγγλικά και μάλιστα αυτοδίδακτος ων. Παραδοσιακή ναυτηλιακή εταιρεία επίμονα ζητούσε Μεγανησιώτες ναυτικούς γιατί τους θεωρούσε ασύγκριτους. Ο Μεγανησιώτης ναυτικός των ποντοπόρων πλοίων έκανε το πλοίο σπίτι του, μετέφερε τα δικά μας ήθη και έθιμα εκεί, γιόρταζε τα Χριστούγεννα, το Πάσχα ή και τη γέννηση των παιδιών του ακόμη πάνω στο πλοίο. Επικοινωνούσε με τους δικούς του με γράμματα, που για να φτάσουν στον παραλήπτη περνούσε και μήνας, με ο,τι συνεπάγεται αυτό. Και όχι μόνο. Βρέθηκε σε φουρτούνες και έσωσε πλήρωμα και πλοίο. Έμεινε ακυβέρνητος 30 μέρες στον Ειρηνικό να περιμένει βοήθεια από το ρυμουλκό. Έγινε από καπετάνιος παπάς για να διαβάσει το νεκρό στο ύστατο κατευώδιο πριν τον δεχτεί η θάλασσα. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από εμπειρίες δύσκολες και σκληρές, γνώρισε άλλες κουλτούρες και πολιτισμούς και κομμάτια τους τα έφερε μαζί του. Κι έτσι γύρισε πίσω πιο πλούσιος κι αυτός και το Μεγανήσι του. Δεν ήταν βέβαια και σπάνιες οι περιπτώσεις που αρκετοί συντοπίτες μας, είτε γιατί αναγκάστηκαν σε καιρούς χαλεπούς για την ελληνική πολιτική σκηνή, είτε γιατί σαγηνεύτηκαν από κείνα τα μακρινά μέρη, έγιναν «πρόξενοι» του Μεγανησιού ανά την υδρόγειο, πρόκοψαν εκεί και το όνομά τους τιμά το Μεγανήσι.

Κάποιοι Μεγανησιώτες και από τα τρία χωριά μας δραστηριοποιήθηκαν και ως πλοιοκτήτες. Και παρ’όλο που δεν προέρχονταν από μεγάλα ναυτικά «τζάκια» πέτυχαν ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες στην εγχώρια και διεθνή αγορά.

Αφανής ηρωϊδα, βέβαια, η Μεγανησιώτισα σύντροφος. Έμενε πίσω και περίμενε. Ήταν μάνα αλλά και πατέρας μαζί, νοικοκυρά αλλά και γιατρός τις δύσκολες ώρες.

Συνήθως ο ναυτικός δε θέλει το παιδί του να γίνει ναυτικός. Γι’αυτό ο Μεγανησιώτης προέτρεψε το γιό του να ασχοληθεί με τα γράμματα. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που έχουν μειωθεί οι ναυτικοί στο Μεγανήσι κι έχουν αυξηθεί οι κάτοχοι πανεπιστημιακών διπλωμάτων, μη παραγνωρίζοντας οτι η οικονομική ευχέρεια που έδωσε στο Μεγανησιώτη ναυτικό η θάλασσα συνετέλεσε στο να έχει σχετική οικονομική άνεση και ανάλογο τρόπο ζωής. 

Γεγονός είναι ότι η ναυτική παράδοση του Μεγανησίου, όσο μικρός κι αν είναι ο τόπος μας, είναι μεγάλη. Ενδεικτικές είναι οι φωτογραφίες που κοσμούν αυτή την έκθεση, φωτογραφίες από τα οικογενειακά μας αλμπουμ, από τη ζωή των παππούδων και των πατεράδων μας, από την παράδοσή μας δηλαδή. Ελπίζουμε να τις απολαύσετε.

Το κέιμενο είναι απο την εισήγηση της Μαίρης Κατωπόδη στην έκθεση φωτογραφίας, αφιερωμένη στο Μεγανησιώτη ναυτικό!

Ευχαριστούμε τον Παναγιώτη Κονιδάρη(Φαρμακοποιό) για την βοήθεια του.